- ἐπικλασθῆτε
- ἐπικλάωbendaor subj pass 2nd plἐπικλάζωsound toaor subj pass 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικλάσθητε — ἐπικλάω bend aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) ἐπικλάζω sound to aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… … Dictionary of Greek